- ανεξιστόρητος
- η , ο [ος , ον ]1) непередаваемый, неописуемый; 2) неописанный, неизложенный (о событиях)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανεξιστόρητος — η, ο αυτός που δεν έχει ακόμη ή δεν είναι δυνατόν να εξιστορηθεί … Dictionary of Greek